- νευρεπέντατος
- νευρ-επέντᾰτος, ον,A stretched on the bowstring, prob. in Tim.Pers.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρεπέντατος — νευρεπέντατος, ον (Α) αυτός που τεντώνει με νευρά, με χορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἐπεντείνω «τεντώνω»] … Dictionary of Greek